ἄκρος

ἄκρος
ἄκρος (ἄκρον acc.: -ας, -ᾳ, -αν; -ᾶν, -αις; ον acc.: -οτάτῳ.)
a lit. highest

Ζηνὸς ἐπ' ᾰκροτάτῳ βωμῷ O. 6.70

ἀπ' ἄκρας Ταινάρου i. e. the headland of Tainaron P. 4.174 καὶ σκοπιαῖσιν [ἄκρ]α ὀρέων ὕπερ ἔστα (supp. Meineke.) fr. 51a. 3. πατέρος Ἀθαναία κορυφὰν κατ' ᾰκραν ἀνορούσαισ on the highest part of O. 7.36
b met.

νικαφόρον ἀγλαίαν ὤπασαν ἄκραις ἀρεταῖς O. 13.15

ποτὶ γραμμᾷ μὲν αὐτὰν στᾶσε κοσμήσαις τέλος ἔμμεν ᾰκρον P. 9.118

ἔστιν δ' ἀφάνεια τύχας καὶ μαρναμένων, πρὶν τέλος ἄκρον ἱκέσθαι I. 4.32

ἀμνάμονες δὲ βροτοί, ὅ τι μὴ σοφίας ἄωτον ἄκρον κλυταῖς ἐπέων ῥοαῖσιν ἐξίκηται ζυγέν I. 7.18

c of time, first, foremost, earliest

ἀκρᾶν βαθμίδων ἄπο P. 5.7

ἄκρᾳ σὺν ἑσπέρᾳ P. 11.10

d met., pro subs., peak, summit τίς ἄκρον ἑλὼν ἡσυχᾷ τε νεμόμενος αἰνὰν ὕβριν ἀπέφυγεν; P. 11.55

ἔστι δἐν εὐτυχίᾳ πανδοξίας ἄκρον N. 1.11

ἐπεί οἱ τρεῖς ἀεθλοφόροι πρὸς ἄκρον ἀρετᾶς ἦλθον N. 6.23

e dub. ἦ γὰρ αὐτῶν μετάστασιν ἄκραν[ θῆ]κε. (supp. Snell.) Δ. 4. 40.

Lexicon to Pindar. . 2010.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ἄκρος — at the farthest point masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άκρος — α, ο (Α ἄκρος, α, ον) 1. αυτός που βρίσκεται στην άκρη, ακρινός, ακριανός, ακραίος 2. αυτός που έφτασε στον ανώτατο βαθμό τής ιδιότητας του, πρώτος, υπέροχος, έξοχος 3. (για καταστάσεις) απόλυτος, πλήρης, τέλειος 4. (ως μαθημ. όρος, συνήθ. στον… …   Dictionary of Greek

  • άκρος — α, ο 1. αυτός που βρίσκεται στο πιο μακρινό σημείο: Εκείνος, όπως είπαν, ήταν ο άκρος σταθμός του σιδηροδρόμου. 2. αυτός που φτάνει στον ανώτατο βαθμό: Επικρατούσε άκρα σιωπή. 3. υπερβολικός: Αυτοί ως χτες ήταν άκροι φίλοι (βλ. και άκρο) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀκρότερον — ἄκρος at the farthest point adverbial comp ἄκρος at the farthest point masc acc comp sg ἄκρος at the farthest point neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκροτάτων — ἄκρος at the farthest point fem gen superl pl ἄκρος at the farthest point masc/neut gen superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκροτέρων — ἄκρος at the farthest point fem gen comp pl ἄκρος at the farthest point masc/neut gen comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκρότατα — ἄκρος at the farthest point adverbial superl ἄκρος at the farthest point neut nom/voc/acc superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκρότατον — ἄκρος at the farthest point masc acc superl sg ἄκρος at the farthest point neut nom/voc/acc superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἄκρως — ἄκρος at the farthest point adverbial ἄκρος at the farthest point masc acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκροτάταις — ἄκρος at the farthest point fem dat superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκροτάτη — ἄκρος at the farthest point fem nom/voc superl sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”